GRC

καυκιάλης

download
JSON

LSJ

βοτάνη τις, ὁμοία κορίῳ (κωρίῳ cod.), καὶ ὄρνις, Hsch. (cf. καυκαλίς and καυκαλίας).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory