GRC

κατακείω

download
JSON

Bailly

κατα·κείω (seul. prés. au sens du fut.) avoir envie de se coucher, aller se coucher.

Part. κακκείοντες par sync. p. κατακείοντες, IL. 1, 606, etc. ; OD. 7, 229, etc.

Étym. κ. *κείω, c. κεῖμαι.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

= κατάκειμαι, used in imperat. and as fut., δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ’ ἰόντες Od. 7.188, 18.408; σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ’ ἰόντες ib. 419; κακκείοντες, Ep. part., in phrases οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἶκόνδε, κλισίηνδε ἕκαστος, Il. 1.606, 23.58.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

desiderat. zu κατάκειμαι, ich will mich niederlegen ; Hom. in der ep. Form κακκείοντες statt κατακείοντες, Il. 1.606 u. öfter ; δαισάμενοι κατακείετε οἴκαδ' ἰόντες Od. 7.188, 18.408 ; ὄφρα σπείσαντες κατακείομεν οἴκαδ' ἰόντες 18.419.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory