GRC

κάραννος

download
JSON

LSJ

κεκρύφαλος, κρήδεμνον, ἢ ἔριφος (cf. κάρνος), ἢ ζημία (cf. κάρνη, αὐτόκαρνος), Hsch.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory