Pape
ές, oder nach Apollon. in B.A. 563 θαμύς), nur im plur. θαμέες, θαμέσι, θαμέας, = θαμειός, häufig, dicht gedrängt, θαμέες γὰρ ἄκοντες ἀντίοι ἀΐσσουσι, Il. 17.661 u. öfter ; πυκνοὺς καὶ θαμέας Od. 14.12 ; ἴκρια δὲ στήσας, ἀραρὼν θαμέσι σταμίνεσσιν 5.252 ; einzeln bei Sp., wie Agathocl. bei Ath. XV.649 f.
• Adv. θαμέως, Hippocr.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)