GRC
Bailly
ῆς (ἡ) :
1 vœu, prière, IL.
1, 65, 93 ; OD.
13, 357 ; HÉS.
Sc. 68 ; PD. (ATH.
574 a) ; ANTH.
6, 137 ; en prose ion. HDT.
2, 63 ; PROTAG. (DL.
9, 53) ; LUC.
Syr. 28, 29 ; 2 jactance, parole orgueilleuse, IL.
8, 229 ; particul. chant de triomphe, IL.
4, 450 ; 8, 64 ; p. ext. sujet d’orgueil, IL.
2, 160 ; 4, 173 ; 22, 433.
Étym. εὔχομαι.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »
LSJ
ἡ, (< εὔχομαι) Ep. form of εὐχή, prayer, vow, οὔτ’ ἄρ’ ὅγ’ εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ’ ἑκατόμβης Il. 1.93, cf. 65; θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσι 9.499, cf. Od. 13.357; εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Hes. Sc. 68; also in Inscr.Cypr. 94 H. and Ion. Prose, Hdt. 2.63, Protag. A 1 Diels, Luc. Syr. D. 28, 29.
votive offering, Sammelb. 1719, al.
boast, vaunt, πῇ ἔβαν εὐχωλαί, ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Il. 8.229; shout of triumph, ἔνθα δ’ ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450.
object of boasting, glory, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ καὶ Τρωσὶ λίποιεν Ἀργείην Ἑλένην 2.160, cf. 4.173; ὅ μοι… εὐ. κατὰ ἄστυ πελέσκεο 22.433.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
ἡ (εὔχομαι),
1) das Gelübde, οὔτ' ἄρ' ὅγ' εὐχωλῆς ἐπιμέμφεται οὔθ' ἑκατόμβης, Il. 1.65, 93 ; Pind. frg. 87 ; εὐχωλὰς ἐπιτελέειν Her. 2.63 ; das Gebet, Flehen, θυέεσσι καὶ εὐχωλῇς ἀγανῇσιν Il. 9.499 ; Od. 13.358 ; ἀλλά οἱ εὐχωλέων οὐκ ἔκλυε Φοῖβος Hes. Sc. 68 ; sp.D., wie Antiphil. 5 (VI.199); auch Luc. Dea Syr., εὐχωλὴν ποιέεται ἐς ἕκαστον, betet für Jeden, 29, τῶν εὐχωλέων ἐπαΐειν 28.
2) das Rühmen, Prahlen, πῇ ἔβαν εὐχωλαὶ ὅτε δὴ φάμεν εἶναι ἄριστοι Il. 8.229. – Jubel, Siegesruf, Ggstz οἰμωγή, Il. 8.64 ; – der Gegenstand des Ruhmes, κὰδ δέ κεν εὐχωλὴν Πριάμῳ λίποιεν Ἑλένην Il. 4.173 ; τέκνον, ὅ μοι εὐχωλὴ κατὰ ἄστυ πελέσκετο, πᾶσί τ' ὄνειαρ 22.433.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)