GRC

εὐχαριστητικός

download
JSON

LSJ

ή, όν, = εὐχαριστικός, λόγος, ὕμνος, Ph. 1.177, 371. Adv. -κῶς ib. 273 (v.l. -ιστικῶς).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory