GRC

εὐπρόσκοπος

download
JSON

Bailly

εὐ·πρόσκοπος, ος, ον, c. πρόσκοπος, PTOL. Tetr. 173.

Étym. εὖ, προσκόπτω.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

ον, far-seeing, cautious, τὸ τῶν ἠθῶν εὐκινητότερον καὶ πολυτροπώτερον καὶ πώτερον Ptol. Tetr. 173; cf. ἀπρόσκοπος 2.
easily taking offence, ἀθύμῳ καὶ ἀσθενικῷ καὶ εὐπροσκόπῳ καὶ πρὸς πάντας δυσαρέστῳ ib. 207; cf. ἀπρόσκοπος¹.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory