LSJ
fut. -ήσομαι Hdt. 1.97, Pl. R. 380b; aor.1 εὐνομήθην Hdt. 1.66, ηὐν- Th. 1.18; pf. εὐνόμημαι Epimenid. ap. D.L. 1.113: — have good laws, be well-ordered, Hdt. ll.cc., Th. 1.18, etc. ; [πόλις] μέλλει εὐνομήσεσθαι Pl. l.c. ; πόλις εὐνομουμένη D. 24.139, cf. Arist. Rh. 1354a20, Pol. 1294a3; οἰκία οὐκ εὐ. Aeschin. 1.171; ἰσχύσετε, ὅταν εὐνομῆσθε when you observe the laws, ib. 5. (Act. only in pres. part. εὐνομοῦσα Pl. Lg. 927b.)
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
Pape
dep. pass., gute Gesetze u. Verfassung haben ; οὕτω ἡ χώρη εὐνομήσεται Her. 1.97 ; εὐνομήθησαν 1.65 ; ἡ Λακεδαίμων ἐκ παλαιτάτου εὐνομήθη Thuc. 1.18 ; εἰ μέλλει εὐνομήσεσθαι ἡ πόλις Plat. Rep. II.380b ; oft πόλις εὐνομουμένη, wie Dem. 24.139 ; οἰκία πλουσία καὶ οὐκ εὐνομουμένη, nicht gut verwaltet, Aesch. 1.171.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)