GRC

διχθάδιος

download
JSON

Bailly

ος, ον [ᾰ]
      1 partagé en deux, A.RH. 3, 397 ; adv. διχθάδια, IL. 14, 21, en deux ;
      2 double, IL. 9, 411 ; A. PL. 1, 15.

Étym. διχθάς.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

α, ον, twofold, double, κῆρες Il. 9.411, 14.21; δ. κατὰ κῶλον in either leg, APl. 1.15; simply, two, AP 6.4 (Leon.), al.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

zwiefach, doppelt ; Hom. Il. 9.411 μήτηρ γάρ τέ μέ φησι θεά, διχθαδίας κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλοσδε. εἰ μέν κ' αὖθι μένων Τρώων πόλιν ἀμφιμάχωμαι, ὤλετο μέν μοι νόστος, ἀτὰρ κλέος ἄφθιτον ἔσται· εἰ δέ κεν οἴκαδ' ἵκωμι, ὤλετό μοι κλέος, ἐπὶ δηρὸν δέ μοι αἰών ; adverbial Il. 14.21 ἃς ὁ γέρων ὥρμαινε δαϊζόμενος κατὰ θυμὸν διχθάδι', ἢ μεθ' ὅμιλον ἴοι Δαναῶν ἦε μετ' Ἀτρείδην, var. lect. διχθαδί, ἢ, d.h. διχθαδίῃ, ἢ, Aristarch διχθάδι', ἤ, Scholl. Herodian. διχθάδι' : τὸ πλῆρές ἐστι διχθάδια, ἃσπερ καὶ Ἀρίσταρχος βούλεται. διὸ τὴν χθα συλλαβὴν ὀξυτονητέον. παραιτητέον δὲ τοὺς βουλομένους εἶναι »διχθαδίῃ ἢ μεθ' ὅμιλον« καὶ τὴν δι συλλαβὴν ὀξύνοντας ; vgl. Lehrs Aristarch. p. 308 sq. – sp.D.; κῶλον, beide Füße, Ep.adesp. 412 (Plan. 15).
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory