Pape
(σεύω), schnell hindurch bewegen ; Homer öfters in der Form διέσσυτο, aorist. synkop. med. oder plusqpft. in der Bdtg eines einfachen praeterit., s. Buttmann Ausf. Gramm. Ausg. 2 Bd. 2 S. 20 §.119 Anm. 7 ; überall schließt διέσσυτο mit dem 4. Versfuße ; absolut Il. 5.661 Τληπόλεμος μηρὸν ἔγχεϊ βεβλήκειν, αἰχμὴ δὲ διέσσυτο μαιμώωσα, ὀστέῳ ἐγχριμφθεῖσα, drang hindurch ; mit accusat. Il. 2.450 σὺν τῇ παιφάσσουσα διέσσυτο λαὸν Ἀχαιῶν ὀτρύνουσ' ἰέναι, durcheilte, durchstürmte ; mit genit. Il. 22.460 ἃς φαμένη μεγάροιο διέσσυτο ; Od. 4.37 ἃς φάθ', ὁ δ' ἐκ μεγάροιο διέσσυτο, Scholl. Didym. ὁ δ' ἐκ μεγάροιο : Ἀρίσταρχος χωρὶς τῆς ἐκ προθέσεως. ὁ δὲ μεγάροιο διέσσυτο· βούλεται γὰρ λέγειν διὰ μεγάρου ; Il. 10.194 ἃς εἰπὼν τάφροιο διέσσυτο ; Il. 15.542 αἰχμὴ δὲ στέρνοιο διέσσυτο μαιμώωσα, πρόσσω ἱεμένη. – Sp. Ep.; οἰωνοὶ θοῇσι διεσσύμενοι πτερύγεσσι Qu.Sm. 3.641 ; Nonn. D. 45.48.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)