GRC

διαπύρσιος

download
JSON

LSJ

μέγας, διαβόητος, Hsch. ; — also διαπύρσιον· μέγα, διαπορεύσιμον, ἐξάκουστον (i.e. διαπρύσιον), κτλ., Cyr.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory