GRC

διακρίνω

download
JSON

Bailly

'δια·κρίνω [αῑ] (f. -κρινῶ [ῐ], etc.) :
   I séparer l’un de l’autre, particul. :
      1 séparer en deux : διακρίνειν τὴν κόμην, PLUT. Rom. 15, séparer la chevelure ; particul. séparer (deux armées, deux combattants, etc.) IL. 2, 387, etc. ; au pass. IL. 3, 98, etc. ;
      2 séparer les uns des autres, acc. IL. 2, 475 ; au pass. être séparé : ἀπ' ἀλλήλων, THC. 1, 105, les uns des autres ; p. opp. à συγκεχυμένος « confondu », PLAT. Crat. 388 b ;
      3 séparer en ses éléments primitifs, p. opp. à συγκρίνω, ANAXAG. (ARSTT. Phys. 8, 9, 7) ; EMPÉD. (ARSTT. Metaph. 1, 4, 8) ; au pass. PLAT. Phæd. 71 b, Parm. 157 a, etc. ;
   II p. suite, distinguer, d’où :
      1 discerner par la vue : τι, OD. 8, 195, qqe ch. ;
      2 distinguer : τί τινος, PLAT. Tim. 58 b, ou τι καί τι, PLAT. Crat. 388 b, une chose d’une autre ; οὐδένα διακρίνων, HDT. 3, 39, sans distinction de personnes ; avec un suj. de chose, HPC. 486, 32 ;
   III p. ext. décider, d’où :
      1 rendre un arrêt, décider : δ. δίκας, PLAT. Leg. 767 c, juger des procès ;
      2 t. de méd. marquer une crise, HPC. 135 a ;
      3 en gén. décider ; οὐκ ἔχειν διακρῖναι οὔτε εἰ… οὔτε εἰ, HDT. 7, 54, ne pouvoir décider si… ou si ; abs. PD. O. 8, 32 ; d’où en venir aux mains, engager le combat, HDT. 7, 206 ; au pass. faire décider (une querelle) : δ. ὅπλοις ἢ λόγοις, PHILIPP. (DÉM. 163, 15) décider une querelle par les armes ou par la parole ; μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα, HDT. 9, 58, décider une querelle en se mesurant avec qqn ; δ. πρός τινα ὑπέρ τινος, SPT. Joel 3, 2, se mesurer avec qqn pour décider d’une contestation sur qqe ch. ; abs. διακρίνεσθαι, décider une querelle par les armes, POL. 3, 111, 2 ;
      4 interpréter (un songe, un oracle) JUNC. (STOB. Fl. 117, 9, t. 4, p. 94, l. 3) ;

Moy. :
      1 distinguer : τι καί τι, PLAT. Phil. 52 c, une chose d’une autre ;
      2 p. suite, décider, trancher : νεῖκος, HÉS. O. 35, une querelle ; δ. Ἄρηϊ, THCR. Idyl. 22, 175, décider par la force des armes ; d’où en gén. décider une question, acc. PLAT. Phil. 46 b ; DÉM. 890, 1 ;
      3 examiner pour décider, d’où hésiter, douter : μὴ διακριθῆτε, NT. Matth. 21, 21, ne doutez pas ; μηδὲν διακρινόμενος, NT. Ap. 10, 20, etc. sans hésiter.

Pass. ao. ind. 3 pl. éol. διέκριθεν, IL. 2, 815 ; opt. 2 pl. διακρινθεῖτε, IL. 3, 102 ; OD. 24, 532 ; inf. épq. διακρινθήμεναι, IL. 3, 98 ; part. διακρινθέντας, IL. 20, 141. Moy. fut. inf. poét. διακρινέεσθαι, OD. 18, 149 ; 20, 180.

'
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

fut. -κρινῶ, Ep. and Delph. -κρινέω Il. 2.387, SIG 614.8 (ii BC): — separate one from another, ὥς τ’ αἰπόλια… αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Il. 2.475, cf. Hdt. 8.114; part combatants, εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνη Il. 7.292, etc. ; εἰ μὴ νὺξ… διακρινέει μένος ἀνδρῶν 2.387; δ. φιλέοντε Od. 4.179; κρόκην καὶ στήμονας συγκεχυμένους δ. Pl. Cra. 388b; — Pass., to be parted, of hair, Plu. Rom. 15; more freq. of combatants, διακρινθήμεναι (Ep. inf. aor.1 Pass.) ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας Il. 3.98, cf. 102, 7.306, etc. ; also in fut. Med., διακρινέεσθαι Od. 18.149, 20.180; διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης Hdt. 8.18; διακριθῆναι ἀπ’ ἀλλήλων Th. 1.105, cf. 3.9; διακρίνεσθαι πρός… part and join different parties, Id. 1.18. Pass., to be divorced, Leg. Gort. 2.46. in Philosophy, separate, decompose into elemental parts, opp. συγκρίνω, chiefly in Pass., Anaxag. 12, cf. Arist. Metaph. 985a28, [Epich.] 245, Pl. Phd. 71b, Prm. 157a, etc. ἄστρων διακρίνει φάη σελάνα prob.
sets apart, removes, i.e.
outshines, B. 8.28.
distinguish, καί κ’ ἀλαὸς διακρίνειε τὸ σῆμα Od. 8.195; οὐδένα δ. without distinction of persons, Hdt. 3.39; οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Diod.Com. 2.8; pf. Pass. in med. sense, διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ… Pl. Phlb. 52c; plpf. in pass. sense, διεκέκριτο οὐδέν no distinction was made, Th. 1.49; διακεκριμέναι distinct, varied, B. Fr. 24.
decide, of judges, ὀρθᾷ δ. φρενί Pi. O. 8.24; δ. δίκας Hdt. 1.100; διὰ δὲ κρίνουσι θέμιστας Theoc. 25.46; also, determine a fever, mark its crisis, Hp. Coac. 137; ἡ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί has usually no crisis in any patient, Id. Morb. 2.71; δ. αἵρεσιν Hdt. 1.11; δ. εἰ… Id. 7.54; δ. περί τινος Ar. Av. 719; — Med., νεῖκος δ.
get it decided, Hes. Op. 35; τὸ ζητούμενον Pl. Phlb. 46b; decide among yourselves, ταῦτα… ὅπως ποτ’ ἔχει δ. D. 32.28; — Pass., bring an issue to decision, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι ὧδε διακρινθέντε Il. 20.212; αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, διακριθῆμεν Foed. Dor. ap. Th. 5.79; διακριθεῖμεν περί τινος Pl. Euthphr. 7c; of combatants, μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Hdt. 9.58; πρός τινα ὑπέρ τινος LXX Jl. 3 (4).2; ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Philipp. ap. D. 12.7; διακρίνεσθαι περὶ τῶν ὅλων Plb. 3.111.2; τινί with one, Ep. Jud. 9; abs., PMagd. 1.15 (iii BC), etc. ; also πόλεμος διακριθήσεται Hdt. 7.206; of a person, to be judged, Polem. Call. 18.
set [a place] apart for holy purposes, Pi. O. 10 (11).46.
interpret a dream, etc., Ph. 2.54, Junc. ap. Stob. 4.50.95.
question, τοὺς ἰατρούς Arr. Epict. 4.1.148.
doubt, hesitate, waver, Act. Ap. 11.12 (s.v.l.); usu. in Med. and Pass., μηδὲν διακρινόμενος ib. 10.20; μὴ διακριθῆτε Ev. Matt. 21.21, cf. Ep. Rom. 4.20.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

(κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung:
1) Activ.: Il. 2.475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν ; Od. 8.195 καὶ κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον ; 4.179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν ; besonders Kämpfende auseinanderbringen : Il. 2.387 εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν ; 7.292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην ; 17.531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε.
2) Passiv.: Od. 9.220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται ἔρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι ; Il. 2.815 ἔνθα τότε Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ' ἐπίκουροι ; von Kämpfenden : Il. 7.306 τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε ; 3.98, 102 φρονέω δὲ διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεθναίη· ἄλλοι δὲ διακρινθεῖτε τάχιστα : zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99, Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας : ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινθῆναι διχῶς χωρισθῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήθως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151).
3) Medium in passiver Bedeutung : Od. 18.149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀΐω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ ; 20.180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσθαι ὀΐω πρὶν χειρῶν γεύσασθαι.
Bei den Folgenden :
1) voneinander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen ; οὐδένα Her. 3.39 ; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8.34 ; αἵρεσιν 1.11 ; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388b ; φίλην καὶ ἐχθράν Rep. II.376b ; κατὰ γένος Soph. 253e ; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72c ; auch med. so, διακεκρίμεθα χωρὶς τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους Phil. 32a ; vgl. 46b ; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15 ; auch τινός, von etwas, Ap.Rh. 3.1129.
2) entscheiden, beurteilen, λόγον ἀνθρώπων, ὀρθᾷ φρενί, Pind. P. 1.68, Ol. 8.24 ; Her. 7.54 ; ᾍδης διακρίνει τοῦτο Ar. Vesp. 763 ; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI.937b ; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315c ; ὁπότερος ἀληθῆ λέγει Lach. 186e ; τὸν νικῶντα χειροτονίαις Legg. II.659b ; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεθα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίθην, getrennt werden, auseinander kommen, Her. 7.219 ; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8.18 ; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1.105 ; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1.49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht ; einen Streit beilegen ; πόλεμος διακριθήσεται Her. 7.206 ; περί τινος Plat. Euth. 7c ; Legg. XII.956c ; aber auch = in Streit mit Jemand geraten, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9.58 ; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12.17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3.111 ; vgl. 2.22.11, 18.35.4 ; abs., sich streiten, Ath. XII.554c ; – zweifeln, NT.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)

TBESG

δια-κρίνω
[in LXX for שׁפט, דִּין, etc. ;]
__1. to separate, hence, to distinguish, discriminate, discern: μηδὲν δ., Act.11:12; οὐδὲν δ. μεταξύ, Act.15:9; σε, 1Co.4:7; τὸ σῶμα, 1Co.11:29.
__2. to settle, decide, judge, arbitrate: Mat.16:3, 1Co.6:5 11:29 (ICC, in l.), ib. 31 14:29. Mid, and pass.;
__1. to get a decision, contend, dispute: before πρός, Act.11:2; with dative (but see ICC, in l.), Ju 9; absol., Ju 22 (R,mg.).
__2. Hellenistic (NT and Eccl., but not LXX), to be divided in one's mind, to hesitate, doubt: Mat.21:21 Rom.14:23, Jas.1:6; ἐν ἐαυτῷ, Jas.2:4; ἐν τ. καρδίᾳ, Mrk.11:23; μηδὲν δ., Act.10:20; δ. τ. ἀπιστίᾳ, Rom.4:20, Ju 22 (R, txt.).†
(AS)
Translators Brief lexicon of Extended Strongs for Greek based on Abbot-Smith, A Manual Greek Lexicon of the New Testament (1922) (=AS), with corrections and adapted by Tyndale Scholars
memory