GRC

διέρομαι

download
JSON

Bailly

δι·έρομαι (impf. ou ao.2, 3 sg. διήρετο, DC. 38, 4 ; inf. διερέσθαι, PLAT. Phil. 42 e) interroger, demander.

Étym. διά, ἔρω, cf. διείρομαι.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

Ep. διείρομαι, ask or question closely, τί με ταῦτα διείρεαι; Od. 4.492; μὴ ταῦτα διείρεο Il. 1.550, etc. ; aor. inf., διερέσθαι τινὰ ἐρώτησιν Pl. Phlb. 42e; διήρετο D.C. 38.4.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

ep. διείρομαι, eigentlich = genau fragen, meist schlechtweg = fragen. Homer Od. 4.492, 11.463 τί με ταῦτα διείρεαι ; »weshalb fragst du mich danach ?« ; Od. 24.478 τί με ταῦτα διείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς ; dabei stehn διείρεαι und μεταλλᾷς auf Homerische Art παραλλήλως, d.h. sie sind gleichbedeutend ; Il. 15.93 μή με, θεὰ Θέμι, ταῦτα διείρεο ; 1.550 μή τι σὺ ταῦτα ἕκαστα διείρεο μηδὲ μετάλλα. – Ap.Rh. 4.730 ; aor. διήρετο, Plat. Phil. 42e ; DC. 38.4.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory