GRC

Bailly

[ῐ]:
      1 se laisser poursuivre, d’où fuir, IL. 22, 251 ;
      2 s’effrayer, craindre : νηυσὶν Ἀχαιῶν, IL. 9, 433 ; 11, 557, pour les vaisseaux des Grecs ; avec μή et l’opt. craindre que… ne, IL. 17, 666 ; OD. 22, 96 ; τινὶ μή τι πάθοι, IL. 5, 566, s’effrayer pour qqn et craindre qu’il n’ait qqe ch. à souffrir, càd. qu’il ne périsse ;

Moy. :
      1 mettre en fuite, poursuivre : τινα, IL. 7, 197, qqn ; τινὰ πεδίονδε, IL. 22, 456, poursuivre qqn vers la plaine ; cf. IL. 12, 276 ; 15, 681 ; OD. 21, 370 ;
      2 repousser : τινὰ ἀπὸ μεγάροιο, OD. 17, 398, chasser qqn de la grande salle du palais ; ἀπὸ σταθμοῖο, IL. 17, 110, repousser (un lion) d’une étable ; ἀπὸ ναῦφι μάχην, IL. 16, 246, repousser le combat hors des vaisseaux.

Act. seul. impf. sans augm. δίον, IL. 21, 251 ; 3 sg. δίε, IL. 5, 566 ; 9, 433 ; 11, 557, etc. — Moy. seul. prés. ind. δίομαι, ESCHL. Pers. 700 et 701 (vulg. mais δίεμαι Hermann, Weil, etc.) ; OPP. C. 1, 426 (vulg.) ; sbj. δίωμαι, OD. 21, 370 ; 3 sg. δίηται, IL. 7, 197 ; 16, 246 ; 22, 189 et 456, etc. ; 3 pl. δίωνται, IL. 17, 110 ; opt. 3 sg. δίοιτο, OD. 17, 317 ; inf. δίεσθαι, IL. 12, 276, 304 ; 18, 162 ; OD. 17, 398 ; A.RH. 4, 498 ; part. διόμενος, ESCHL. Eum. 357, 385 ; Suppl. 819.

Étym. cf. δείδω et δίεμαι.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

Ep. Verb (used also by A. in lyr. passages, v. sub fin.), only pres. and impf. Med. (of which Hom. has subj. δίωμαι, δίηται, δίωνται, opt. δίοιτο Od. 17.317, but mostly inf. δίεσθαι; for δίον v. δείδω):
put to flight, δηΐους προτὶ ἄστυ δίεσθαι Il. 12.276; [μητέρα] ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι Od. 20.343; μή σε… ἀγρόνδε δίωμαι βάλλων χερμαδίοισι 21.370; ὡς δ’ ὅτε νεβρὸν… κύων… δίηται Il. 22.189; ἐπεί κ’ ἀπὸ ναῦφι μάχην… δίηται 16.246; rarely, drive, ὅς τ’… ἵππους… προτὶ ἄστυ δίηται 15.681; also in A., ἀτίετα διόμεναι λάχη pursuing a dishonoured office, Eu. 385 (lyr.); and intr. folld. by Prep., give chase, hunt, ἐπὶ τὸν ὦ διόμεναι ib. 357 codd. (ὧδ’ ἱέμεναι Ahrens); μετά με δρόμοισι διόμενοι Id. Supp. 819; f.l. for δίεμαι, Id. Pers. 700.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

nur poet., ich fürchte, ich fliehe, ich treibe in die Flucht, scheuche, jage ; verwandt δίεμαι, ἐνδίημι, δείδια δέδια, δείδω, δειδίσσομαι, διώκω (?), διερός (?), δέος, δειμός, δεῖμα, δειλός, δεινός ; bei Homer δίω in den Formen δίον, δίες, δίε, δίωμαι, δίηται, δίωνται, δίοιτο, δίεσθαι. – Das activum ist bei Homer transitiv treiben in der v.l. δίες Il. 22.251 οὔ σ' ἔτι, Πηλέος υἱέ, φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ μέγα Πριάμου δίον (δίες), οὐδέ ποτ' ἔτλην μεῖναι ἐπερχόμενον, Scholl. Didym. γράφεται καὶ δίες· καὶ οὕτως εἶχον αἱ χαριέστεραι (vgl. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 197 sqq.), Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι τὸ δίον ἐδιώχθην ; also Aristarch las wenigstens in seiner zweiten, von Aristonicus erklärten Ausgabe (s. Sengebusch Homer. diss. 1 p. 34) δίον, intransitiv, fliehen ; vgl. Scholl. Herodian. Il. 18.584, 23.475, Apollon. Lexic. p. 59.7 ; Lehrs Aristarch. p. 59, 151. Ferner das activum intransitiv, in der Bedeutung fürchten, Il. 9.433, 11.557 περὶ γὰρ δίε νηυσὶν Ἀχαιῶν ; 5.566 περὶ γὰρ δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθοι, μέγα δέ σφας ἀποσφήλειε πόνοιο ; Od. 22.96 περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν – ἐλάσειεν ; Il. 17.666 περὶ γὰρ δίε μή μιν Ἀχαιοὶ – λίποιεν. – Das medium, transitiv, treiben, scheuchen, verjagen : Il. 12.276 αἴ κε Ζεὺς δώῃσιν Ὀλύμπιος ἀστεροπητὴς νεῖκος ἀπωσαμένους δηΐους προτὶ ἄστυ δίεσθαι ; Od. 17.398 ὃς τὸν ξεῖνον ἄνωγας ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι μύθῳ ἀναγκαίῳ ; 20.343 αἰδέομαι δ' ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι μύθῳ ἀναγκαίῳ ; 21.370 μή σε καὶ ὁπλότερός περ ἐὼν ἀγρόνδε δίωμαι, βάλλων χερμαδίοισι ; Il. 22.456 δείδω μὴ δή μοι θρασὺν Ἕκτορα δῖος Ἀχιλλεύς, μοῦνον ἀποτμήξας πόλιος, πεδίονδε δίηται ; 7.197 οὐ γάρ τίς με βίῃ γε ἑκὼν ἀέκοντα δίηται ; 16.246 αὐτὰρ ἐπεί κ' ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε δίηται ; 18.162 ὡς δ' ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' αἴθωνα δύνανται ποιμένες ἄγραυλοι μέγα πεινάοντα δίεσθαι ; 17.110 ὥς τε λὶς ἠυγένειος, ὅν ῥα κύνες τε καὶ ἄνδρες ἀπὸ σταθμοῖο δίωνται ἔγχεσι καὶ φωνῇ ; Od. 17.317 vom Hunde Argos οὐ μὲν γάρ τι φύγεσκε βαθείης βένθεσιν ὕλης κνώδαλον, ὅ ττι δίοιτο· καὶ ἴχνεσι γὰρ περιῄδη, vgl. Scholl Herodian. Il. 23.475 ; Il. 22.189 ὡς δ' ὅτε νεβρὸν ὄρεσφι κύων ἐλάφοιο δίηται, ὄρσας ἐξ εὐνῆς, διά τ' ἄγκεα καὶ διὰ βήσσας· τὸν δ' εἴ πέρ τε λάθῃσι καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ, ἀλλά τ' ἀνιχνεαων θέει ἔμπεδον, ὄφρα κεν εὕρῃ ; 15.681 ὡς δ' ὅτ' ἀνὴρ ἵπποισι κελητίζειν εὖ εἰδώς, ὅς τ' ἐπεὶ ἐκ πολέων πίσυρας συναείρεται ἵππους, σεύας ἐκ πεδίοιο μέγα προτὶ ἄστυ δίηται λαοφόρον καθ' ὁδόν· πολέες τέ ἑθηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες ' ὁ δ' ἔμπεδον ἀσφαλὲς αἰεὶ θρῴσκων ἄλλοτ' ἐπ' ἄλλον ἀμείβεται, οἱ δὲ πέτονται. Außerdem kann man noch hierher rechnen Il. 12.304, wo es von einem hungrigen Löwen heißt οὔ ῥάτ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι, er will nicht weggehn ; da aber sonst δίομαι bei Homer nur transitive Bedeutung hat, zieht man das δίεσθαι dieser Stelle besser zu δίεμαι, δίημι, welches vgl. – Bei Aeschyl. ist δίομαι intransitiv gebraucht, »sich scheuen« »sich fürchten«, Pers. 700 δίομαι μὲν χαρίσασθαι, δίομαι δ' ἀντία φάσθαι, λέξας δύσλεκτα φίλοισιν, vgl. Buttmann Gramm. 2 S. 147 ; dagegen transitiv, »verfolgen«, Eumenid. 357, 385 διόμεναι, Suppl. 819 μετά με δρόμοισι διόμενοι.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
See also: Δίω
memory