GRC

γυῖον

download
JSON

Bailly

ου (τὸ) :
   I
membre, d’ord. en parl. des extrémités, p. opp. à la tête et à la poitrine, PLUT. Arist. 14 ; particul. :
      1 genou, jambe ; dans Hom. seul. plur. IL. 3, 34 ; 4, 469 ; 7, 6 et 215 ; etc. ;
      2 périphr. γυῖα ποδῶν, IL. 13, 512, les pieds ;
      3 poing, THCR. Idyl. 22, 121 ; au pl. les bras, ibid. 81 ;
   II au sg. :
      1 le corps entier, PD. O. 8, 68 ; HPC. 1181, 1 ; LUC. Trag. 297 ;
      2 sein de la mère, HH. Merc. 20 ; CALL. Dian. 25.
Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

τό, limb, Hom., always pl., in phrases such as γυῖα λέλυντο Il. 13.85; ὑπὸ τρόμος ἔλλαβε γυῖα 14.506; ὅπποτέ κέν μιν γυῖα λάβῃ κάματος 4.230, etc., cf. A. Pers. 913 (lyr.), Id. Eleg. 3; γυῖα ποδῶν the feet, Il. 13.512; μητρὸς γυῖα womb, h.Merc. 20; γυῖα hands, Theoc. 22.81; γυῖον, sg., the hand, ib. 121 (so prob. as device on signet, Tab.Heracl. 1.183); but γυῖον the whole body, Pi. N. 7.73, Hp. Epid. 6.4.26. — Not in Att. Prose; later, opp. στέρνα καὶ κεφαλή, Plu. Arist. 14.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

τό, das Glied, verwandt mit γύης, γύαλον, ursprünglich also wohl Bezeichnung solcher Stellen des Leibes, wo eine Biegung, eine Krümmung stattfinden kann, Ellenbogen, Knie u. dgl. Bei Hom., welcher das Wort nur in den Formen γυῖα und γυίων hat, γυίων Il. 24.514, Od. 6.140, 10.363, γυῖα sehr oft, bezeichnet es, nach Aristarchs Beobachtung, Lehrs Aristarch. 119, ausschließlich Hände und Füße : γυῖαδ' ἔθηκεν ἐλαφρά, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν Il. 5.122, 13.61, 23.772 ; οὐ γὰρ ἔτ' ἔμπεδα γυῖα, φίλος, πόδες, οὐδ' ἔτι χεῖρες ὤμων ἀμφοτέρωθεν ἐπαΐσσονται ἐλαφραί Il. 23.627 ; daselbst Scholl. Aristonic. und Nicanor., vom Epitomator in Eins verschmolzen : ἡ διπλῆ, ὅτι ἀπὸ τοῦ γάρ ἦρκται, τὸ αἰτιατικὸν προτάξας· καὶ ὅτι ἐπεξηγήσατο τὴν ἔμπεδα γυῖα λέξιν. βραχὺ δὲ διασταλτέον ἐπὶ τὸ φίλος, ὅτι ὡς εἴρηται, ἐπεξηγεῖται τὰ γυῖα, ὅτι πόδες καὶ χεῖρες : von βραχύ an Nicanor, das δέ und das ὡς εἴρηται vom Epitomator eingeschoben ; Il. 24.514 αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο τετάρπετο δῖος Ἀχιλλεύς, καί οἱ ἀπὸ πραπίδων ἦλθ' ἵμερος ἠδ' ἀπὸ γυίων, Scholl. Aristonic. ἀθετεῖται· προείρηται γὰρ ἱκανῶς διὰ τοῦ »αὐτὰρ ἐπεί ῥα γόοιο«· καὶ ἀκύρως τέθειται τὸ γυίων· οὐ γὰρ οὕτως λέγει πάντα τὰ μέλη, ἀλλὰ μόνον τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας ; Il. 13.512 οὐ γὰρ ἔτ' ἔμπεδα γυῖα ποδῶν ἦν ὁρμηθέντι, οὔτ' ἄρ' ἐπᾱῗξαι μεθ' ἑὸν βέλος οὔτ' ἀλέασθαι, genitiv. definitiv. γυῖα ποδῶν, die πόδες sind die γυῖα ; Il. 8.34 ὑπό τε τρόμος ἔλλαβε γυῖα ; 13.435 πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα ; 7.6 καμάτῳ δ' ὑπὸ γυῖα λέλυνται ; 10.390 ὑπὸ δ' ἔτρεμε γυῖα. – Pind. P.3.52 dativ. plur. γυίοις ; N. 7.73 singul. γυῖον (vgl. Theocr. 22.121); Ol. 8.68 für σῶμα, wie Hippocr.; Luc. Tragod. 297 ; – μητρὸς γυῖα, Mutterschoß, H.h. Merc. 20 ; Callim. Dian. 25. – Selten in Prosa bei Sp., wie Plut. Arist. 14 οὐ μόνον στέρνα καὶ κεφαλὴν ἀλλὰ καὶ τὰ γυῖα.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory