GRC

γνωτός

download
JSON

Bailly

ή, όν :
      1
connu, su, en parl. de choses, IL. 7, 401 ; OD. 24, 182 ; SOPH. O.R. 58, etc. ;
      2 en parl. de pers. connu, familier, OD. 21, 218 ; SOPH. fr. 225.

Fém. -ός, SOPH. O.R. 396.

Étym. γιγνώσκω ; cf. γνωστός.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

Bailly

οῦ (ὁ) :
      1
parent par le sang, IL. 3, 174 ; A.RH. 2, 1162, etc. ;
      2 particul. (s.-e. φράτωρ) frère consanguin, frère (cf. ἀδελφός et lat. germanus), IL. 15, 350 ; 22, 234.

Étym. γιγνώσκω.

Bailly 2020 Hugo Chávez Gérard Gréco, André Charbonnet, Mark De Wilde, Bernard Maréchal & contributeurs / Licence Creative Commons Attribution - Pas d'Utilisation Commerciale - Pas de Modification — « CC BY-NC-ND 4.0 »

LSJ

ή, kinsman, kinswoman, γνωτοί τε γνωταί τε brothers and sisters, Il. 15.350; θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα 3.174, cf. 22.234; γνωτὸν μητρυιῆς 13.697; brother, A.R. 1.53; sister, αὐτὴ… γνωτή Nicaenet. 1.9, cf. Nonn. D. 3.313, al. ; also, = ἐρωμένη, Hsch.
(Cf. Lett. znuots ΄son-in-law, brother-in-law΄, Skt. jñātís ΄relative΄.)
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

LSJ

ή, όν (ός, όν S. OT 396), older and more correct form of γνωστός (Eust. 400.26, 1450.62); — of things, perceived, understood, known, Il. 7.401, Od. 24.182; γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι S. OT 58; [μαντείαν] ἐκ θεῶν του γνωτόν ib. 396.
of persons, well-known, ἐκ κάρτα βαιῶν γ. ἂν γένοιτ’ ἀνήρ Id. Fr. 282.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)

Pape

auch 2 Endungen, Soph. O.R. 396, von Hom. an bei Dichtern, eigentlich = gekannt, bekannt, erkennbar, sodann aber auch = verwandt ; bei Hom. in eigentlicher Bedeutung Il. 7.401 γνωτὸν δέ, καὶ ὃς μάλα νήπιός ἐστιν, ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέθρου πείρατ' ἐφῆπται ; Od. 24.182 γνωτὸν δ' ἦν ὅ ῥά τίς σφι θεῶν ἐπιτάρροθος ἦεν. In der Bedeutung »verwandt« bezeichnet es bei Hom. ganz bestimmt und ausschließlich den Bruder und die Schwester, nach Aristarchs Beobachtung : Il. 14.485 φράζεσθ' ὡς ὕμιν Πρόμαχος δεδμημένος εὕδει ἔγχει ἐμῷ, ἵνα μή τι κασιγνήτοιό γε ποινὴ δηρὸν ἄτιτος ἔῃ. τῷ καί κέ τις εὔχεται ἀνὴρ γνωτὸν ἐνὶ μεγάροισιν ἀρῆς ἀλκτῆρα λιπέσθαι, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντιπέφρακε τὸν γνωτὸν τῷ κασιγνήτῳ σαφῶς· ἔστι γὰρ ἀδελφός ; 15.336 ἄνδρα κατακτάς, γνωτὸν μητρυιῆς Ἐριώπιδος, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι γνωτός ὁ ἀδελφός, καὶ Ἐρίωπις ὄνομα κύριον ; diese homerische Stelle kehrt wörtlich wieder Il. 13.697 ; 22.234 sagt Hektor zum vermeintlichen Deiphobus Δηΐφοβ', ἦ μέν μοι τὸ πάρος πολὺ φίλτατος ἦσθα γνωτῶν, οὓς Ἑκάβη ἠδὲ Πρίαμος τέκε παῖδας ; 17.35 sagt Euphorbus mit Bezug auf seinen getöteten Bruder zum Menelaos νῦν μὲν δή, Μενέλαε διοτρεφές, ἦ μάλα τίσεις γνωτὸν ἐμόν, τὸν ἔπεφνες, ἐπευχόμενος δ' ἀγορεύεις, vgl. Scholl. Aristonic.; 3.174 sagt Helena zum Priamus ὁππότε δεῦρο υἱέϊ σῷ ἑπόμην, θάλαμον γνωτούς τε λιποῦσα παῖδά τε τηλυγέτην καὶ ὁμηλικίην ἐρατεινήν, wo also Helena mit γνωτούς ihre beiden vs. 237 von ihr genannten Brüder Kastor und Polydeukes bezeichnet ; endlich 15.350 erscheint neben dem mascul. das femin., οὐδέ νυ τόν γε γνωτοί τε γνωταί τε πυρὸς λελάχωσιθανόντα, Bruder und Schwestern. Vgl. noch Apollon. Lex.Homer. p. 55.12. – Ap.Rh. 2.1160.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)
memory