GRC

γερδιός

download
JSON

LSJ

or γέρδιος, ὁ, weaver, Hsch., Rev.Épigr. 1.146, PTeb. 116.48 (ii BC), POxy. 39.8 (i AD), etc. ; — also γέρδις, BGU 426.19, etc. ; — fem. γερδία, Edict.Diocl. 20.12, γερδίαινα, BGU 617.4 (but γέρδιος, ἡ, EM 228.40); — Adj. γερδιακός, ή, όν, τέχνη PGrenf. 2.59.10; ἱστός POxy. 646; γερδιακόν (sc. τέλος), τό, tax on weaving, ib. 288.2 (i AD).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory