GRC

γαγγίας

download
JSON

LSJ

ἢ γαγγαλίας (leg. γαγγαλίδας)· οἱ μὲν γελασῖνον, οἱ δὲ τὴν τῶν νεύρων (ἐρίων cod.) συστροφήν, ἄλλοι ὑποστάθμην, Hsch.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory