Mainpage
Search
Dictionary
Analyzer
Documentation
GRC
βρύκος
download
JSON
LSJ
κῆρυξ (cf. βρύοχος), οἱ δὲ βάρβαρος (cf. βρούχετος), οἱ δὲ ἀττέλεβος (cf. βροῦκος), Hsch.
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory