Pape
ἡ, Hom. auch βοέη, eigentl. fem. von βόειος, βόεος, scil. δορά, Rindshaut, meist die abgezogene ; Od. 20.142 ἐν ἀδεψήτῳ βοέῃ, 20.2 ἀδέψητον βοέην, 20.96, 22.364, Il. 22.159 βοείην, Il. 11.843, 12.296 βοείας, 17.389 ταύροιο βοὸς μεγάλοιο βοείην ; 18.582 σμερδαλέω δὲ λέοντε δυ' ἐν πρώτῃσι βόεσσιν ταῦρον ἐχέτην· ὁ δὲ μακρὰ μεμυκῶς ἕλκετο· – τὼ μὲν ἀναρρήξαντε βοὸς μεγάλοιο βοείην ἔγκατα καὶ μέλαν αἷμα λαφύσσετον. Die Schilde waren aus Rindsleder gemacht ; daher Il. 17.492 βοέῃς εἰλυμένω ὤμους αὔῃσι στερεῇσι, Schilde. – Riemen aus Rindsleder, H.h. Apoll. 487.
Pape, Griechisch-deutsches Handwörterbuch (3. Aufl., 1914)