GRC

Πάνειος

download
JSON

LSJ

ον, = Πανικός ; πάνειον, τό, = πανικόν, panic, Aen.Tact. 27.1, al. (ὄνομα Πελοποννήσιον καὶ μάλιστα Ἀρκαδικόν, l.c.). Πανεῖον, τό, sanctuary of Pan, Str. 9.1.21, 17.1.10, CIG 4837 (Egypt). Πάνεια, τά, festival of Pan at Delos, Inscr.Délos 312.6, 320 B 58 (iii BC).
Liddell-Scott-Jones, Greek-English Lexicon (9th ed., 1940)
memory